υπερτροφικός

υπερτροφικός
-ή, -ό
1. αυτός που έχει σχέση με την υπερτροφία (βλ. λ.).
2. ο υπερβολικά αναπτυγμένος: Υπερτροφική καρδιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπερτροφικός — ή, ό, Ν ιατρ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπερτροφία 2. αυτός που χαρακτηρίζεται από υπερτροφία, ο υπερβολικά ανεπτυγμένος («υπερτροφικές αμυγδαλές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερτροφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ευανθώ — εὐανθῶ, έω (Α) [ευανθής] 1. ανθίζω με αφθονία, είμαι γεμάτος άνθη 2. αυξάνομαι υπερβολικά, είμαι υπερτροφικός 3. μτφ. ευτυχώ («σὲ καὶ εὐανθοῡντα εὔχομαι», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • υπετροφώ — Ν (αμτβ.) είμαι υπερτροφικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + τροφώ (< τρόφος < τροφός < τρέφω), πρβλ. α τροφώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”